- τεκνολέτειρ'
- τεκνολέτειρα , τεκνολέτειραhaving lost one's youngfem nom/voc sgτεκνολέτειραι , τεκνολέτειραhaving lost one's youngfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.